- πεπονημένος
- πονέομαιwork hardperf part mp masc nom sgπονέωwork hardperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεπονημένως — Α επίρρ. 1. με φροντίδα και με προσοχή 2. με μόχθο και κόπο, κουραστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπονημένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού πονῶ] … Dictionary of Greek